νήπλεκτος

νήπλεκτος
νήπλεκτος, ον,
A with unbraided hair, Bion 1.21.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νήπλεκτος — νήπλεκτος, ον (Α) αυτός πού δεν έχει πλέξει τα μαλλιά του, που έχει ξέπλεκα μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη * + πλεκτος (< πλέκω), πρβλ. ά πλεκτος] …   Dictionary of Greek

  • νήπλεκτος — with unbraided hair masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νη- — ν , νε , νω , να (Α) ανάγεται σε ΙΕ στερητικό πρόθημα *ne , που εμφανίζεται κυρίως στη συνεσταλμένη του βαθμίδα *n , η οποία έδωσε στην Ελληνική και το στερητικό πρόθημα α *. Σε άλλες ΙΕ γλώσες η απαθής βαθμίδα *ne χρησιμοποιήθηκε ως ανεξάρτητο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”